- ψυχόμενα
- ψῡχόμενα , ψύχωPhdr..pres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχρίδα — Μονάδα με την οποία μετριέται η ποσότητα θερμότητας την οποία αφαιρεί μια ψυκτική εγκατάσταση από τα ψυχόμενα σώματα. Μια ψ. ισοδυναμεί με την αφαίρεση μιας χιλιοθερμίδας. Η ισχύς μιας ψυκτικής εγκατάστασης μετριέται σε ψ. ανά ώρα, δηλαδή με τον… … Dictionary of Greek